ενεστώτας wander
γ΄ ενικό ενεστώτα wanders
αόριστος wandered
παθητική μετοχή wandered
ενεργητική μετοχή wandering

wander (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, κινούμαι αργά γύρω από ένα μέρος ή σε ένα μέρος, συχνά χωρίς ιδιαίτερο σκοπό ή κατεύθυνση
    ⮡  They are wandering (in) the streets.
    Τριγυρίζουν στους δρόμους.
    ⮡  I saw a suspicious man wandering around the bank.
    Είδα έναν ύποπτο να περιφέρεται γύρω από την τράπεζα.
    ⮡  I am wandering the seas.
    Περιπλανιέμαι στις θάλασσες.
     συνώνυμα: roam
  2. (αμετάβατο) γυρίζω, ταξιδεύω, το μυαλό ή οι σκέψεις μου αλλάζουν χωρίς πολύ έλεγχο σε άλλες ιδέες, θέματα κτλ.
    ⮡  Where is your mind wandering?
    Πού γυρίζει ο νους σου;
    ⮡  His mind was wandering fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
    Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.



wander (fr)

  1. τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι