Ετυμολογία

επεξεργασία
about to < → δείτε τις λέξεις about και to

  Έκφραση

επεξεργασία

about to (en) (ιδιωματισμός)

  • κοντεύω να
    ⮡  We were about to finish eating.
    Κοντεύαμε να τελειώσουμε το φαγητό.
    ⮡  He was about to burst out laughing.
    Κόντεψε να σκάσει από τα γέλια.