πλακουτσωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλακουτσωτός < πλατσουκωτός < πλατσουκώνω / πλακουτσώνω < πλατύς. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό του προτείνει: < πλακουτσός < πλάκα + κουτσός.
Επίθετο
επεξεργασίαπλακουτσωτός, -ή, -ό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλατύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλακουτσωτός
|