Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατσουκωτός η πλατσουκωτή το πλατσουκωτό
      γενική του πλατσουκωτού της πλατσουκωτής του πλατσουκωτού
    αιτιατική τον πλατσουκωτό την πλατσουκωτή το πλατσουκωτό
     κλητική πλατσουκωτέ πλατσουκωτή πλατσουκωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατσουκωτοί οι πλατσουκωτές τα πλατσουκωτά
      γενική των πλατσουκωτών των πλατσουκωτών των πλατσουκωτών
    αιτιατική τους πλατσουκωτούς τις πλατσουκωτές τα πλατσουκωτά
     κλητική πλατσουκωτοί πλατσουκωτές πλατσουκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατσουκωτός < πλατσουκώνω / πλακουτσώνω < πλατύς

  Επίθετο επεξεργασία

πλατσουκωτός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία