αλάργα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλάργα < ιταλική alla larga < largo < λατινική largus
Επίρρημα
επεξεργασίααλάργα
- (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή
- (τοπικό επίρρημα, λαϊκότροπο, οικείο) μακριά
- Στεκόταν αλάργα καθώς φοβόταν να πλησιάσει τον τεράστιο σκύλο.
- (λαϊκότροπο, οικείο, χρονικό επίρρημα) όχι πολύ συχνά, αραιά και πού
- (λαϊκότροπο) (έκφραση) περίμενε!
Συγγενικά
επεξεργασία- αλαργαίνω
- αλαργάρω
- αλάργεμα
- αλαργεμένα
- αλαργεμένος
- αλαργεμός
- αλαργεύω
- αλαργινά
- αλαργινός
- αλαργο-
- αλάργος
- αλαργοτάξιδος
- αλαργωπός