• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αλάργα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλάργα < ιταλική alla larga < largo < λατινική largus

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

αλάργα

  1. (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή
  2. (λαϊκότροπο) (οικείο) μακριά (τοπικό επίρρημα)
    Στεκόταν αλάργα καθώς φοβόταν να πλησιάσει τον τεράστιο σκύλο.
  3. (λαϊκότροπο) (οικείο) όχι πολύ συχνά, αραιά και πού (χρονικό επίρρημα)
  4. (λαϊκότροπο) (έκφραση) περίμενε!

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αλαργαίνω
  • αλαργάρω
  • αλάργεμα
  • αλαργεμένα
  • αλαργεμένος
  • αλαργεμός
  • αλαργεύω
  • αλαργινά
  • αλαργινός
  • αλαργο-
  • αλάργος
  • αλαργοτάξιδος
  • αλαργωπός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλάργα
  • αγγλικά : afar (en), afield (en), away (en), far-off (en)
  • γαλλικά : loin (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλάργα&oldid=4870466"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Οκτωβρίου 2020, στις 15:14

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Οκτωβρίου 2020, στις 15:14.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie