Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλάργος < αλάργα

  Επίθετο επεξεργασία

αλάργος

  • που βρίσκεται σε μακρινή απόσταση, μακρινός, απόμακρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία