Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαργεύω < αλάργ(α) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

αλαργεύω

  • απομακρύνομαι
    ※  Αλάργεψαν και τον κοίταζαν δίχως να μπορούν να κρύψουν τη σιχαμάρα τους. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία