αλαργοτάξιδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλαργοτάξιδος, -η, -ο
- που ταξιδεύει σε μακρινούς τόπους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλαργοτάξιδος
|
Δείτε επίσης : αργοτάξιδος |
αλαργοτάξιδος, -η, -ο
|