Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐαγγελιστής < εὐαγγελίζομαι < εὐαγγέλιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐαγγελιστής

  • ο ευαγγελιστής, μεταγενέστερη λέξη του χριστιανικού κόσμου για τους συγγραφείς των ευαγγελίων και όσους κήρυτταν τη χαρμόσυνη είδηση της σωτηρίας της ψυχής (το ευαγγέλιο)

Συγγενικά επεξεργασία