Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραγοντίσκος οι παραγοντίσκοι
      γενική του παραγοντίσκου των παραγοντίσκων
    αιτιατική τον παραγοντίσκο τους παραγοντίσκους
     κλητική παραγοντίσκε παραγοντίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγοντίσκος < παράγοντας + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγοντίσκος αρσενικό

  • υποκοριστικό του παράγοντας· μικρός παράγοντας, πρόσωπο που έχει περιορισμένη σπουδαιότητα ως παράγοντας επιρροής ή διαμόρφωσης σε έναν χώρο
    Μην τους δίνεις σημασία, δεν είναι παρά τοπικοί παραγοντίσκοι της πολιτικής.

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία