παράγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράγων < (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω. Η ουσιαστικοποιημένη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική factor ή γαλλική facteur[1]
Μετοχή
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παράγων & παράγοντας |
η | παράγουσα | το | παράγον |
γενική | του | παράγοντος & παράγοντα |
της | παράγουσας & παραγούσης* |
του | παράγοντος |
αιτιατική | τον | παράγοντα | την | παράγουσα | το | παράγον |
κλητική | παράγων & παράγοντα |
παράγουσα | παράγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παράγοντες | οι | παράγουσες | τα | παράγοντα |
γενική | των | παραγόντων | των | παραγουσών | των | παραγόντων |
αιτιατική | τους | παράγοντες | τις | παράγουσες | τα | παράγοντα |
κλητική | παράγοντες | παράγουσες | παράγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
παράγων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που παράγει
- ※ η Επιτροπή θεωρεί την Ινδία κατάλληλη ανάλογη χώρα, επειδή η μοναδική άλλη παράγουσα χώρα εκτός της Ένωσης, η Ιαπωνία, έχει μονοπωλιακή αγορά […] (eur-lex.europa.eu, Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1043/2011 L275)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- παράγοντας (σε επιθετική λειτουργία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παράγων
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράγων αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του παράγοντας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παράγων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
παρᾰγοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | παράγων | ἡ | παράγουσᾰ | τὸ | παράγον | |
γενική | τοῦ | παράγοντος | τῆς | παραγούσης | τοῦ | παράγοντος | |
δοτική | τῷ | παράγοντῐ | τῇ | παραγούσῃ | τῷ | παράγοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | παράγοντᾰ | τὴν | παράγουσᾰν | τὸ | παράγον | |
κλητική ὦ! | παράγων | παράγουσᾰ | παράγον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | παράγοντες | αἱ | παράγουσαι | τὰ | παράγοντᾰ | |
γενική | τῶν | παραγόντων | τῶν | παραγουσῶν | τῶν | παραγόντων | |
δοτική | τοῖς | παράγουσῐ(ν) | ταῖς | παραγούσαις | τοῖς | παράγουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | παράγοντᾰς | τὰς | παραγούσᾱς | τὰ | παράγοντᾰ | |
κλητική ὦ! | παράγοντες | παράγουσαι | παράγοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παράγοντε | τὼ | παραγούσᾱ | τὼ | παράγοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | παραγόντοιν | τοῖν | παραγούσαιν | τοῖν | παραγόντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασία- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω