παραχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παραχθείς & παραχθέντας |
η | παραχθείσα | το | παραχθέν |
γενική | του | παραχθέντος & παραχθέντα |
της | παραχθείσας & παραχθείσης* |
του | παραχθέντος |
αιτιατική | τον | παραχθέντα | την | παραχθείσα | το | παραχθέν |
κλητική | παραχθείς & παραχθέντα |
παραχθείσα | παραχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παραχθέντες | οι | παραχθείσες | τα | παραχθέντα |
γενική | των | παραχθέντων | των | παραχθεισών | των | παραχθέντων |
αιτιατική | τους | παραχθέντες | τις | παραχθείσες | τα | παραχθέντα |
κλητική | παραχθέντες | παραχθείσες | παραχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- παραχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου (παρήχθην) του ρήματος παράγω
Μετοχή
επεξεργασίαπαραχθείς, -είσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (παράχθηκα) του ρήματος παράγω που έχει παραχθεί
- ⮡ οι παραχθείσες ποσότητες - οι παραχθείσες μονάδες
- ⮡ τα παραχθέντα προϊόντα
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- παραχθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραχθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπαραχθείς, -εῖσα, -έν