Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾðɾɣˈðɲɾçʝos/
τυπογραφικός συλλαβισμός:

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχθείς
παραχθέντας
η παραχθείσα το παραχθέν
      γενική του παραχθέντος
παραχθέντα
της παραχθείσας
παραχθείσης*
του παραχθέντος
    αιτιατική τον παραχθέντα την παραχθείσα το παραχθέν
     κλητική παραχθείς
παραχθέντα
παραχθείσα παραχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχθέντες οι παραχθείσες τα παραχθέντα
      γενική των παραχθέντων των παραχθεισών των παραχθέντων
    αιτιατική τους παραχθέντες τις παραχθείσες τα παραχθέντα
     κλητική παραχθέντες παραχθείσες παραχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
παραχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου (παρήχθην) του ρήματος παράγω

  Μετοχή επεξεργασία

παραχθείς, -είσα, -έν

  1. μετοχή παθητικού αορίστου (παράχθηκα) του ρήματος παράγω που έχει παραχθεί
    οι παραχθείσες ποσότητες - οι παραχθείσες μονάδες
    τα παραχθέντα προϊόντα

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

παραχθείς: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραχθείς




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παραχθείς παραχθεῖσ τὸ παραχθέν
      γενική τοῦ παραχθέντος τῆς παραχθείσης τοῦ παραχθέντος
      δοτική τῷ παραχθέντ τῇ παραχθείσ τῷ παραχθέντ
    αιτιατική τὸν παραχθέντ τὴν παραχθεῖσᾰν τὸ παραχθέν
     κλητική ! παραχθείς παραχθεῖσ παραχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παραχθέντες αἱ παραχθεῖσαι τὰ παραχθέντ
      γενική τῶν παραχθέντων τῶν παραχθεισῶν τῶν παραχθέντων
      δοτική τοῖς παραχθεῖσῐ(ν) ταῖς παραχθείσαις τοῖς παραχθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς παραχθέντᾰς τὰς παραχθείσᾱς τὰ παραχθέντ
     κλητική ! παραχθέντες παραχθεῖσαι παραχθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραχθέντε τὼ παραχθείσ τὼ παραχθέντε
      γεν-δοτ τοῖν παραχθέντοιν τοῖν παραχθείσαιν τοῖν παραχθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

παραχθείς, -εῖσα, -έν