παραγοντοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγοντοποίηση | οι | παραγοντοποιήσεις |
γενική | της | παραγοντοποίησης* | των | παραγοντοποιήσεων |
αιτιατική | την | παραγοντοποίηση | τις | παραγοντοποιήσεις |
κλητική | παραγοντοποίηση | παραγοντοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραγοντοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραγοντοποίηση < παραγοντοποιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγοντοποίηση θηλυκό
- (μαθηματικά) η ανάλυση ενός αριθμού σε γινόμενο πρώτων παραγόντων
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγοντοποίηση