Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκπυρσοκροτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπυρσοκροτώ
  2. θα εκπυρσοκροτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπυρσοκροτώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εκπυρσοκροτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπυρσοκρότηση