Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροκροτητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πυροκροτητ
ής
οι
πυροκροτητ
ές
γενική
του
πυροκροτητ
ή
των
πυροκροτητ
ών
αιτιατική
τον
πυροκροτητ
ή
τους
πυροκροτητ
ές
κλητική
πυροκροτητ
ή
πυροκροτητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυροκροτητής
<
πυρο-
+
κροτώ
+
-τής
((
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
détonateur
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυροκροτητής
αρσενικό
πυροδοτικός
μηχανισμός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εκπυρσοκροτητής
Συγγενικά
επεξεργασία
πυροκροτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροκροτητής
αγγλικά
:
detonator
(en)
γαλλικά
:
détonateur
(fr)