Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπυρσοκροτητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκπυρσοκροτητ
ής
οι
εκπυρσοκροτητ
ές
γενική
του
εκπυρσοκροτητ
ή
των
εκπυρσοκροτητ
ών
αιτιατική
τον
εκπυρσοκροτητ
ή
τους
εκπυρσοκροτητ
ές
κλητική
εκπυρσοκροτητ
ή
εκπυρσοκροτητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπυρσοκροτητής
<
εκπυρσοκροτώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκπυρσοκροτητής
αρσενικό
άλλη μορφή
του
πυροκροτητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπυρσοκροτητής
→
δείτε
τη λέξη
πυροκροτητής