τρίκροτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίκροτο | τα | τρίκροτα |
γενική | του | τρίκροτου & τρικρότου |
των | τρίκροτων & τρικρότων |
αιτιατική | το | τρίκροτο | τα | τρίκροτα |
κλητική | τρίκροτο | τρίκροτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρίκροτο < (καθαρεύουσα) τρίκροτον εννοείται «πλοίο» κατά το δίκροτον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίκροτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίκροτος (εννοείται ναῦς, πλοίο με τρεις σειρές κουπιών (τριήρης). Μορφολογικά αναλύεται σε τρί- + κρότο(ς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾi.kɾo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐κρο‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρίκροτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιστορία) πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο πριν από τον 19ο αιώνα με τρεις σειρές πυροβόλων
- ※ ὁ παπά Νικολής έκαυσε το τρίκροτον εις την Ερεσσώ (Ναυμαχίαι Γενικαί των Ελλήνων, κείμενο στον τρίτο πίνακα του Ιωάννη Μακρυγιάννη)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις τρία και κρότος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρίκροτο
|
Πηγές
επεξεργασία- «τρίκροτος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .