τρίκροτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρίκροτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρίκροτος. Συγχρονικά αναλύεται σε τρί- + κρότος. Η σημασία για την ιατρική, κατά το ελληνιστικό δίκροτος (εννοείται σφυγμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.kɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐κρο‐τος
Επίθετο επεξεργασία
τρίκροτος, η, ο
- (ιατρική, για σφυγμό) που εμφανίζει στον σφυγμογράφο μία κορυφή και δύο ανάρσεις στη γραμμή της καθόδου [1]
- (ναυτικός όρος) → δείτε τη λέξη τρίκροτο (εννοείται πλοίο)
Συγγενικά επεξεργασία
- τρίκροτο (ουδέτερο, εννοείται: πλοίο)
→ και δείτε τις λέξεις τρία και κρότος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρίκροτος (σφυγμός)
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δίκροτος | τὸ δίκροτον | οἱ, αἱ δίκροτοι | τὰ δίκροτα |
Γενική | τοῦ, τῆς δικρότου | τοῦ δικρότου | τῶν δικρότων | τῶν δικρότων |
Δοτική | τῷ, τῇ δικρότῳ | τῷ δικρότῳ | τοῖς, ταῖς δικρότοις | τοῖς δικρότοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δίκροτον | τὸ δίκροτον | τοὺς, τὰς δικρότους | τὰ δίκροτα |
Κλητική | δίκροτε | δίκροτον | δίκροτοι | δίκροτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δικρότω | |||
Γενική-Δοτική | δικρότοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τρίκροτος
- (ναυτικός όρος) για πλοίο με τρεις σειρές κουπιά (στο οποίο χτυπούν τα κουπιά στο νερό με τριπλό κρότο)
- ↪ πλοῖον τρίκροτον, ναῦς τρίκροτος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τρίκροτο (νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- τρίκροτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .