Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφυγμογράφος οι σφυγμογράφοι
      γενική του σφυγμογράφου των σφυγμογράφων
    αιτιατική τον σφυγμογράφο τους σφυγμογράφους
     κλητική σφυγμογράφε σφυγμογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφυγμογράφος < σφυγμό(ς) + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σφυγμογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία