δίκροτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκροτος | η | δίκροτη | το | δίκροτο |
γενική | του | δίκροτου | της | δίκροτης | του | δίκροτου |
αιτιατική | τον | δίκροτο | τη | δίκροτη | το | δίκροτο |
κλητική | δίκροτε | δίκροτη | δίκροτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκροτοι | οι | δίκροτες | τα | δίκροτα |
γενική | των | δίκροτων | των | δίκροτων | των | δίκροτων |
αιτιατική | τους | δίκροτους | τις | δίκροτες | τα | δίκροτα |
κλητική | δίκροτοι | δίκροτες | δίκροτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκροτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίκροτος. Συγχρονικά αναλύεται σε δί- + κρότος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.kɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κρο‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαδίκροτος, -η, -ο
- (ιατρική, για σφυγμό) που εμφανίζει σε κάθε συστολή και μία δεύτερη σφύξη [1]
- (ναυτικός όρος) → δείτε τη λέξη δίκροτο (εννοείται πλοίο)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις δις, δύο και κρότος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίκροτος σφυγμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίκροτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδίκροτος, -ος, -ον
- με δύο κρότους, ήχους κρότου
- (ναυτικός όρος) πλοίο με δυο σειρές κουπιά (στο οποίο χτυπούν τα κουπιά στο νερό με διπλό κρότο)
- ↪ πλοῖον δίκροτον, ναῦς δίκροτος
- ※ Κόνων δὲ ἰδὼν τὸν ἐπίπλουν, ἐσήμηνεν εἰς τὰς ναῦς βοηθεῖν κατὰ κράτος. διεσκεδασμένων δὲ τῶν ἀνθρώπων, αἱ μὲν τῶν νεῶν δίκροτοι ἦσαν, αἱ δὲ μονόκροτοι (Ξενοφών, Ἑλληνικά, Β.27.I
- δρόμος που χωρά δυο άμαξες
- ※ ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ' ἀπήραμεν πόδα, ἐσβάντες ᾖμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν ἔνθ' ἦν ὁ κλεινὸς τῶν Μυκηναίων ἄναξ. (Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, 775)
- (ιατρική) ο διπλός, δίκροτος σφυγμός
- ※ διὰ τοῦτό τινες δύο σφυγμοὺς εἶναί φασι, οὐχ ἕνα, τὸν δίκροτον (Γαληνός, Περὶ διαφορᾶς σφυγμῶν, [1])
- ※ ὅτι καὶ κατὰ τούτους διοίσουσιν οἱ δίκροτοι σφυγμοὶ τῶν ἐν μιᾷ διαστολῇ διαλειπόντων, πειραθῶμεν πρότερον ἀποδεῖξαι, συγχωρήσαντες αὐτοῖς τὴν ὑπόθεσιν, καθ' ἣν οὔ φασιν αἰσθητὴν εἶναι τὴν συστολήν. (Γαληνός, Περὶ διαφορᾶς σφυγμῶν, [2])
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δίκροτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίκροτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.