σφύξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφύξη | οι | σφύξεις |
γενική | της | σφύξης* | των | σφύξεων |
αιτιατική | τη | σφύξη | τις | σφύξεις |
κλητική | σφύξη | σφύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφύξη < αρχαία ελληνική σφύξις < σφύζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφύξη θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του σφυγμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφύξη
|
Πηγές
επεξεργασία- σφύξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σφύξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σφύξη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)