σφύξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σφύξῐς | αἱ | σφύξεις |
γενική | τῆς | σφύξεως | τῶν | σφύξεων |
δοτική | τῇ | σφύξει | ταῖς | σφύξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | σφύξῐν | τὰς | σφύξεις |
κλητική ὦ! | σφύξῐ | σφύξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφύξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφυξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφύξις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σφύξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.