Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κροτίδα οι κροτίδες
      γενική της κροτίδας των κροτίδων
    αιτιατική την κροτίδα τις κροτίδες
     κλητική κροτίδα κροτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροτίδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κροτίς από την αιτιατική κροτίδα < κρότος + -ίς > -ίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾoˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρο‐τί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κροτίδα θηλυκό

  1. εκρηκτικός μηχανισμός μικρής ισχύος που χρησιμοποιείται κυρίως από τις αστυνομικές δυνάμεις στην καταστολή ταραχών
    κροτίδες λάμψης
  2. εκρηκτικός μηχανισμός μικρής ισχύος που παράγει κρότο και χρησιμοποιείται σε εορτασμούς και πανηγυρισμούς
     συνώνυμα: βαρελότο

  Μεταφράσεις επεξεργασία