καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κροτίς αἱ κροτίδες
      γενική τῆς κροτίδος τῶν κροτίδων
      δοτική τῇ κροτίδι ταῖς κροτίσι(ν)
    αιτιατική τὴν κροτίδα τὰς κροτίδας
     κλητική ! κροτίς* κροτίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κροτίς < κρότ(ος) + -ίς· (μαρτυρείται από το 1870) στον πληθυντικό. Γράφει ο Κουμανούδης:[1] ※  κροτίδες, αἱ κοινῶς τράκες, Γαλ. pétard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κροτίς, -ίδος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 574, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου