κροταλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροταλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροταλίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾo.taˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐τα‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακροταλίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρόταλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κροταλίζω | κροτάλιζα | θα κροταλίζω | να κροταλίζω | κροταλίζοντας | |
β' ενικ. | κροταλίζεις | κροτάλιζες | θα κροταλίζεις | να κροταλίζεις | κροτάλιζε | |
γ' ενικ. | κροταλίζει | κροτάλιζε | θα κροταλίζει | να κροταλίζει | ||
α' πληθ. | κροταλίζουμε | κροταλίζαμε | θα κροταλίζουμε | να κροταλίζουμε | ||
β' πληθ. | κροταλίζετε | κροταλίζατε | θα κροταλίζετε | να κροταλίζετε | κροταλίζετε | |
γ' πληθ. | κροταλίζουν(ε) | κροτάλιζαν κροταλίζαν(ε) |
θα κροταλίζουν(ε) | να κροταλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κροτάλισα | θα κροταλίσω | να κροταλίσω | κροταλίσει | ||
β' ενικ. | κροτάλισες | θα κροταλίσεις | να κροταλίσεις | κροτάλισε | ||
γ' ενικ. | κροτάλισε | θα κροταλίσει | να κροταλίσει | |||
α' πληθ. | κροταλίσαμε | θα κροταλίσουμε | να κροταλίσουμε | |||
β' πληθ. | κροταλίσατε | θα κροταλίσετε | να κροταλίσετε | κροταλίστε | ||
γ' πληθ. | κροτάλισαν κροταλίσαν(ε) |
θα κροταλίσουν(ε) | να κροταλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κροταλίσει | είχα κροταλίσει | θα έχω κροταλίσει | να έχω κροταλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κροταλίσει | είχες κροταλίσει | θα έχεις κροταλίσει | να έχεις κροταλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κροταλίσει | είχε κροταλίσει | θα έχει κροταλίσει | να έχει κροταλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κροταλίσει | είχαμε κροταλίσει | θα έχουμε κροταλίσει | να έχουμε κροταλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κροταλίσει | είχατε κροταλίσει | θα έχετε κροταλίσει | να έχετε κροταλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κροταλίσει | είχαν κροταλίσει | θα έχουν κροταλίσει | να έχουν κροταλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κροταλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας