Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδοκροτώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ποδοκροτώ

  1. χτυπώ τα πόδια μου στο έδαφος
  2. (μεταφορικά) κάνω κρότο με τα πόδια για να εκφράσω αποδοκιμασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία