↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
      γενική του ποδοκροτήματος των ποδοκροτημάτων
    αιτιατική το ποδοκρότημα τα ποδοκροτήματα
     κλητική ποδοκρότημα ποδοκροτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοκρότημα < ποδο- + -κρότημα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδοκρότημα ουδέτερο

  1. κρότος που γίνεται με τα πόδια όταν χτυπούν το έδαφος
  2. (μεταφορικά) αποδοκιμασία που γίνεται φανερή με αυτόν τον τρόπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία