κροταλίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροταλίας < (άμεσο δάνειο) λατινική crotalum < αρχαία ελληνική κρόταλον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾo.taˈli.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐τα‐λί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροταλίας αρσενικό
- (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού με κρόταλο στην άκρη της ουράς, από το γένος Crotalus
- ο πονηρός άνθρωπος
- Πρόσεχέ τον! Είναι κροταλίας!
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κροταλίας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κροταλίας