sonserpento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sonserpento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonserpento | sonserpentoj |
αιτιατική | sonserpenton | sonserpentojn |
sonserpento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonserpento | sonserpentoj |
αιτιατική | sonserpenton | sonserpentojn |
sonserpento (eo)