ενικός         πληθυντικός  
crotale crotales

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

crotale (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) κρόταλο, καστανιέτες της Αρχαίας Ελλάδας
  2. (ζωολογία) κροταλίας