crotale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
crotale | crotales |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcrotale (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) κρόταλο, καστανιέτες της Αρχαίας Ελλάδας
- (ζωολογία) κροταλίας
ενικός | πληθυντικός |
crotale | crotales |
crotale (fr) αρσενικό