καταχειροκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταχειροκροτώ < κατά + χειροκροτώ
Ρήμα
επεξεργασίακαταχειροκροτώ
- χειροκροτώ ιδιαίτερα δυνατά, θερμά, με ενθουσιασμό και διάρκεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταχειροκροτώ
|
καταχειροκροτώ
|