ενικός         πληθυντικός  
slam slams

slam (en)

ενεστώτας slam
γ΄ ενικό ενεστώτα slams
αόριστος slammed
παθητική μετοχή slammed
ενεργητική μετοχή slamming

slam (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, κλείνω με δύναμη
    ⮡  Don’t slam doors! - Μη χτυπάτε τις πόρτες!
  2. (μεταβατικό) προσκρούω/πετάω κάτι με ορμή
    ⮡  He slammed the book down and left.
    Πέταξε το βιβλίο κάτω με ορμή κι έφυγε.