çalmak (tr)

  1. κλέβω
    hırsızlar annemin çantasını çaldı - οι κλέφτες έκλεψαν την τσάντα της μητέρας μου
  2. παίζω (μουσικό όργανο)
    çok iyi piyano çalarım - παίζω πιάνο πολύ καλά
  3. παίζω ένα τραγούδι
    favori şarkımı çalıyorlar - παίζουν το αγαπημένο μου τραγούδι
  4. χτυπώ (για κουδούνι ή τηλέφωνο)
    eve girdiğimde telefon çalıyordu - το τηλέφωνο χτυπούσε όταν μπήκα στο σπίτι
    duş alıyorken kapı zili çaldı - το κουδούνι της πόρτας χτύπησε καθώς έκανα ντους