Προφορά

επεξεργασία
 

bić (pl)

  1. χτυπώ, χτυπάω, κτυπώ
    nie bij dziecka swego - μη χτυπάς το παιδί σου
    komu bije dzwon - για ποιον χτυπά η καμπάνα
    jak on głośno bije (zegar) - πόσο δυνατά χτυπάει (το ρολόι)
    serce mi bije ze strachu - χτυπάει η καρδιά μου από το φόβο
  2. (για νομίσματα, μετάλλια κλπ.) κόβω

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία