bić
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbić (pl)
- χτυπώ, χτυπάω, κτυπώ
- nie bij dziecka swego - μη χτυπάς το παιδί σου
- komu bije dzwon - για ποιον χτυπά η καμπάνα
- jak on głośno bije (zegar) - πόσο δυνατά χτυπάει (το ρολόι)
- serce mi bije ze strachu - χτυπάει η καρδιά μου από το φόβο
- (για νομίσματα, μετάλλια κλπ.) κόβω