επιγραμματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιγραμματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
επιγραμματικός, -ή, -ό
- σχετικός με το επίγραμμα
- (για διατύπωση, λόγο) που είναι σύντομος, περιεκτικός και εύστοχος (όπως τα επιγράμματα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιγραμματικός