Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιγραμματικός η επιγραμματική το επιγραμματικό
      γενική του επιγραμματικού της επιγραμματικής του επιγραμματικού
    αιτιατική τον επιγραμματικό την επιγραμματική το επιγραμματικό
     κλητική επιγραμματικέ επιγραμματική επιγραμματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιγραμματικοί οι επιγραμματικές τα επιγραμματικά
      γενική των επιγραμματικών των επιγραμματικών των επιγραμματικών
    αιτιατική τους επιγραμματικούς τις επιγραμματικές τα επιγραμματικά
     κλητική επιγραμματικοί επιγραμματικές επιγραμματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιγραμματικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

επιγραμματικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το επίγραμμα
  2. (για διατύπωση, λόγο) που είναι σύντομος, περιεκτικός και εύστοχος (όπως τα επιγράμματα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία