épigrammatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ɡʁa.ma.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épigrammatique | épigrammatiques |
épigrammatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épigrammatique | épigrammatiques |
épigrammatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό