παραθετικά
θετικός unsociable
συγκριτικός more unsociable
υπερθετικός most unsociable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unsociable < un- + sociable

  Επίθετο

επεξεργασία

unsociable (en)

  • ακοινώνητος, αντικοινωνικός, μονόχνωτος, μην κοινωνικός, που δεν θέλει τη συντροφιά άλλων· όχι φιλικός
    ⮡  He is completely unsociable, he doesn’t hang out with anyone.
    Είναι εντελώς ακοινώνητος, δεν κάνει με κανέναν παρέα.
    ⮡  Although he is generally unsociable, he sometimes participates in club events.
    Παρόλο που γενικά είναι αντικοινωνικός, μερικές φορές συμμετέχει στις εκδηλώσεις του συλλόγου.
    ⮡  He’s such an unsociable man, he doesn’t even have one friend.
    Μονόχνοτος άνθρωπος καθώς είναι, δεν έχει ούτε ένα φίλο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη sociable