↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικοινωνικός η αντικοινωνική το αντικοινωνικό
      γενική του αντικοινωνικού της αντικοινωνικής του αντικοινωνικού
    αιτιατική τον αντικοινωνικό την αντικοινωνική το αντικοινωνικό
     κλητική αντικοινωνικέ αντικοινωνική αντικοινωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικοινωνικοί οι αντικοινωνικές τα αντικοινωνικά
      γενική των αντικοινωνικών των αντικοινωνικών των αντικοινωνικών
    αιτιατική τους αντικοινωνικούς τις αντικοινωνικές τα αντικοινωνικά
     κλητική αντικοινωνικοί αντικοινωνικές αντικοινωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικοινωνικός < αντι- + κοινωνικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antisocial)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.ci.no.niˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αντικοινωνικός

  1. ακοινώνητος
     αντώνυμα: κοινωνικός
  2. που αντιτίθεται στην κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς ή είναι εχθρικός προς αυτά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία