αντικοινωνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικοινωνικότητα < αντικοινωνικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικοινωνικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αντικοινωνικός, η ιδιότητα του αντικοινωνικού
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικοινωνικότητα