περιθωριοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιθωριοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιθωριοποιώ
- θα περιθωριοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιθωριοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
περιθωριοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιθωριοποίηση