ενικός         πληθυντικός  
margin margins

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

margin (en)

  1. το περιθώριο σε μια σελίδα
    notes written in the margin - σημειώσεις γραμμένες στο περιθώριο
    Don’t write in the margin.
    Μην γράφεις στο περιθώριο.
  2. (συνήθως ενικός) το περιθώριο, ο χρόνος, ο αριθμός των ψήφων κτλ. με τον οποίο κάποιος κερδίζει κάτι
    We won by a narrow/wide margin.
    Κερδίσαμε με μικρό/μεγάλο περιθώριο.
  3. (οικονομία) το περιθώριο κέρδους
    We have small profit margins.
    Έχουμε μικρά περιθώρια κέρδους.
  4. το περιθώριο μέσα στο οποίο κάποιος μπορεί να κινηθεί
    a margin of error - ένα περιθώριο λάθους
  5. (συνήθως πληθυντικός) το περιθώριο, το μέρος που δεν περιλαμβάνεται στο κύριο μέρος μιας ομάδας ή μιας κατάστασης
    on the margins of society - στο περιθώριο της κοινωνίας
     συνώνυμα: fringe