margin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
margin | margins |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmargin (en)
- το περιθώριο σε μια σελίδα
- ↪ notes written in the margin - σημειώσεις γραμμένες στο περιθώριο
- ↪ Don’t write in the margin.
- Μην γράφεις στο περιθώριο.
- (συνήθως ενικός) το περιθώριο, ο χρόνος, ο αριθμός των ψήφων κτλ. με τον οποίο κάποιος κερδίζει κάτι
- ↪ We won by a narrow/wide margin.
- Κερδίσαμε με μικρό/μεγάλο περιθώριο.
- ↪ We won by a narrow/wide margin.
- (οικονομία) το περιθώριο κέρδους
- ↪ We have small profit margins.
- Έχουμε μικρά περιθώρια κέρδους.
- ↪ We have small profit margins.
- το περιθώριο μέσα στο οποίο κάποιος μπορεί να κινηθεί
- ↪ a margin of error - ένα περιθώριο λάθους
- (συνήθως πληθυντικός) το περιθώριο, το μέρος που δεν περιλαμβάνεται στο κύριο μέρος μιας ομάδας ή μιας κατάστασης