Επίθετο

επεξεργασία

fringe (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. περιθωριακός
     αντώνυμα: mainstream

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fringe fringes

fringe (en)

  1. διακοσμητικό περιθώριο, μπορντούρα, κορνίζα, πλαίσιο
    the fringe of a picture
  2. (ΗΒ) τσουλούφι
    Her fringe is so long it covers her eyes.
     συνώνυμα: forelock, bangs (ΗΠΑ)
  3. το περιθώριο, άτομο ή ομάδα που βρίσκεται στο περιθώριο ενός ευρύτερου συνόλου, στη μειοψηφία
    ⮡  on the fringe of society - στο περιθώριο της κοινωνίας
     συνώνυμα: margins
  4. η εξωτερική άκρη μιας περιοχής
    ⮡  on the fringes of the forest/town - στις άκρες του δάσους/της πόλης
ενεστώτας fringe
γ΄ ενικό ενεστώτα fringes
αόριστος fringed
παθητική μετοχή fringed
ενεργητική μετοχή fringing

fringe (en)

  1. διακοσμώ με μπορντούρα
  2. παίζω το ρόλο της μπορντούρας
    Purple bonnets fringed soft, pink, querulous faces on pillows in bath chairs. (Virginia Woolf, Jacob's Room, Κεφ. 2, 1922)