fringe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfringe (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fringe | fringes |
fringe (en)
- διακοσμητικό περιθώριο, μπορντούρα, κορνίζα, πλαίσιο
- the fringe of a picture
- (ΗΒ) τσουλούφι
- το περιθώριο, άτομο ή ομάδα που βρίσκεται στο περιθώριο ενός ευρύτερου συνόλου, στη μειοψηφία
- η εξωτερική άκρη μιας περιοχής
- ⮡ on the fringes of the forest/town - στις άκρες του δάσους/της πόλης
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fringe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fringes |
αόριστος | fringed |
παθητική μετοχή | fringed |
ενεργητική μετοχή | fringing |
fringe (en)
- διακοσμώ με μπορντούρα
- παίζω το ρόλο της μπορντούρας
- Purple bonnets fringed soft, pink, querulous faces on pillows in bath chairs. (Virginia Woolf, Jacob's Room, Κεφ. 2, 1922)
Πηγές
επεξεργασία- fringe (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fringe (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη