Ετυμολογία

επεξεργασία
marge < marce < λατινική margo (γενική: marginis)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maʁʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marge marges

marge (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία