marge
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
marge | marges |
marge (fr) θηλυκό
- το περιθώριο
Συγγενικά
επεξεργασία- margelle
- marger
- margeur - margeuse
- marginal
- marginalement
- marginalisation
- marginaliser
- marginalisme
- marginalité
- marginer