γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό margeur margeurs
θηλυκό margeuse margeuses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

margeur (fr) αρσενικό

  1. εργάτης που κανονίζει το περιθώριο των σελίδων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
margeur margeurs

margeur (fr) αρσενικό

  1. μηχανισμός που καθορίζει το περιθώριο μιας γραφομηχανής
  2. margeur automatique: μηχανή που καθορίζει αυτόματα το περιθώριο των σελίδων

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  marge