margeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | margeur | margeurs |
θηλυκό | margeuse | margeuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
margeur (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
margeur | margeurs |
margeur (fr) αρσενικό
- μηχανισμός που καθορίζει το περιθώριο μιας γραφομηχανής
- margeur automatique: μηχανή που καθορίζει αυτόματα το περιθώριο των σελίδων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη marge