Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιτιολογημένος η αιτιολογημένη το αιτιολογημένο
      γενική του αιτιολογημένου της αιτιολογημένης του αιτιολογημένου
    αιτιατική τον αιτιολογημένο την αιτιολογημένη το αιτιολογημένο
     κλητική αιτιολογημένε αιτιολογημένη αιτιολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιτιολογημένοι οι αιτιολογημένες τα αιτιολογημένα
      γενική των αιτιολογημένων των αιτιολογημένων των αιτιολογημένων
    αιτιατική τους αιτιολογημένους τις αιτιολογημένες τα αιτιολογημένα
     κλητική αιτιολογημένοι αιτιολογημένες αιτιολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιτιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιτιολογώ

  Μετοχή επεξεργασία

αιτιολογημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αιτιολογώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία