αιτιολογημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιτιολογώ
Μετοχή επεξεργασία
αιτιολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αιτιολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτιολογημένος
|
αιτιολογημένος, -η, -ο
|