αιτούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
αιτούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που ζητείται από κάπου με αίτηση, με επίσημο τρόπο
- ⮡ Αρνήθηκαν να καταβάλουν το αιτούμενο ποσό επιστροφής.
- ⮡ Παρουσίασαν το αιτούμενο έγγραφο με καθυστέρηση 2 μηνών.
- ⮡ Δεν έδωσαν την αιτουμένη αποζημίωση και καταφύγαμε εκ νέου στα δικαστήρια.
- που ζητεί κάτι για τον ίδιο, που υποβάλλει αίτηση για κάτι (συνώνυμο: ο αιτών)
- ⮡ Η αιτούμενη την υποτροφία πρέπει να προσκομίσει και τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
- ⮡ Ο αιτούμενος άδεια παραμονής, θα πρέπει να...
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αιτούμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αιτώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)