Δείτε επίσης: demande

  Ετυμολογία

επεξεργασία
demandé < demander

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.de/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό demandé demandés
θηλυκό demandée demandées

demandé (fr)

  1. που είναι σε μεγάλη ζήτηση, που το θέλει όλος ο κόσμος, αιτούμενος
    un an après sa sortie, ce film est toujours très demandé
    ένα χρόνο από τότε που βγήκε, αυτό το έργο εξακολουθεί να είναι σε μεγάλη ζήτηση
    les techniciens d'ordinateurs sont très demandés
    οι τεχνικοί υπολογιστών είναι σε μεγάλη ζήτηση

Συγγενικά

επεξεργασία