Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

demandeur < demander

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃.dœʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό demandeur demandeurs
θηλυκό demanderesse demanderesses

demandeur (fr)

  1. (παρωχημένο) ο ζητιάνος, ο επαίτης
  2. ο αιτών
  3. (νομικός όρος) ο κατήγορος
     αντώνυμα: défendeur, intimé

Σημειώσεις επεξεργασία

Το θηλυκό demanderesse σπανίζει, χρησιμοποιείται συνήθως το αρσενικό.

  Επίθετο επεξεργασία

demandeur (fr)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία