Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

demandeur d'emploi → δείτε τις λέξεις demandeur και emploi

  Έκφραση επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
demandeur d'emploi demandeur d'emplois

demandeur d'emploi (fr) αρσενικό

  • αυτός που έχει εγγραφεί στις λίστες των ανέργων, αυτός που ψάχνει για μια θέση

Συνώνυμα επεξεργασία