ενικός         πληθυντικός  
applicant applicants

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

applicant (en)

  • ο αιτών, η αιτούσα
    The applicant marks the missing items.
    Ο αιτών επισημαίνει τα στοιχεία που λείπουν.